Πίνακας Περιεχομένων
ToggleΤι είναι τα κυστικά υπολείμματα;
Τα κυστικά υπολείμματα αποτελούν μια από τις συχνότερες αιτίες διογκώσεων της κεφαλής και του τραχήλου σε παιδιά και νέους ενήλικες.
Ποια τα βασικά αίτια;
Τα αίτια που προκαλούν αυτές τις διογκώσεις είναι πολλά και η διαγνωστική τους προσέγγιση είναι ορισμένες φορές μια πρόκληση για τον ΩΡΛ ιατρό. Η ηλικία του ασθενούς παίζει σπουδαίο ρόλο στη σωστή διάγνωση της πάθησης καθώς οι συχνότερες τραχηλικές διογκώσεις είναι διαφορετικές σε κάθε στάδιο της ζωής. Για να κατανοηθούν καλύτερα, οι τραχηλικές διογκώσεις διακρίνονται με βάση την αιτιολογίας τους σε συγγενείς, φλεγμονώδεις και νεοπλασματικές. Οι φλεγμονώδεις τραχηλικές διογκώσεις οφείλονται σε λοιμώξεις του οργανισμού από ιούς και μικρόβια που προκαλούν αντιδραστικά τη διόγκωση των φυσιολογικών λεμφαδένων του λαιμού. Έτσι, μια φλεγμονώδης διόγκωση, τις περισσότερες φορές, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια τραχηλική λεμφαδενίτιδα η οποία θεραπεύεται είτε με συντηρητικά μέτρα (σε περίπτωση ίωσης) είτε με αντιβίωση (σε περίπτωση υποψίας μικροβιακής λοίμωξης). Οι νεοπλασματικής αιτιολογίας διογκώσεις ποικίλλουν με βάση την ηλικία. Ως γενική αρχή, μια διόγκωση του τραχήλου σε ασθενείς κάτω των 40 ετών πιθανότερα είναι καλοήθης, ενώ οι άνω των 40 ετών έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες για κακοήθεια.
Οι συγγενείς διογκώσεις είναι συνήθως κυστικοί σχηματισμοί στο κεφάλι και τον λαιμό και αποτελούν την δεύτερη συχνότερη (μετά την λεμφαδενίτιδα) αιτία τραχηλικής διόγκωσης στα παιδία και στους ενήλικες έως 40 ετών. Τα δύο πιο συνήθη κυστικά υπολείμματα είναι:
- Βραγχιακές κύστες: Είναι υπολείμματα που δημιουργούνται κατά την εμβρυική ζωή λόγω ανεπαρκούς σύγκλεισης μια εμβρυολογικής δομής που ονομάζεται αυχενικός κόλπος. Εμφανίζονται με την ίδια συχνότητα και στα δύο φύλα, συνήθως σε παιδιά και νέους ενήλικες ηλικίας 20-30ετών. Οι κύστες συχνά συνοδεύονται από βραγχιακά συρίγγια που είναι οδοί επικοινωνίας της κύστης με το δέρμα ή με άλλες ανατομικές δομές της κεφαλής και του τραχήλου (πχ με την αμυγδαλή). Κλινικά εντοπίζονται ως ανώδυνες, ευκίνητες και στρογγυλές διογκώσεις, σχεδόν πάντα, κατά μήκος ενός μεγάλου μυός του λαιμού (στερνοκλειδομαστοειδής). Επειδή δεν προκαλούν συμπτώματα, συνήθως δεν γίνονται αντιληπτά παρότι υπάρχουν από πριν την γέννηση του παιδιού. Κατά τη διαδρομή μια φλεγμονής του ανώτερου αναπνευστικού, είναι πιθανό να αναπτύξουν επώδυνη διόγκωση και ερυθρότητα που θα οδηγήσει στην διάγνωση του κυστικού σχηματισμού για πρώτη φορά. Η διάγνωση περιλαμβάνει την κλινική εξέταση και ενδοσκόπηση της κεφαλής και του τραχήλου από ειδικό ΩΡΛ προς αναζήτηση πιθανού συριγγίου. Ο υπέρηχος θα δώσει τις πρώτες πληροφορίες σχετικά με την εντόπιση, τη σύσταση και το μέγεθος της κύστης. Όπου επιβάλλεται, θα χρειαστεί περαιτέρω διερεύνηση με αξονική ή μαγνητική τομογραφία τραχήλου καθώς και κυτταρολογική εξέταση του υγρού της κύστης με λεπτή βελόνη (FNA). Η θεραπεία συνίσταται στη χειρουργική εξαίρεση της κύστης και του συριγγίου (αν υπάρχει) σε περιπτώσεις που η κύστη φλεγμαίνει επανειλημμένα ή για κοσμητικούς λόγους. Η πιθανότητα κακοήθους εξαλλαγής μια βραγχιακής κύστης είναι εξαιρετικά σπάνια.
- Κύστη θυρεογλωσσικού πόρου: Είναι η συχνότερη συγγενής ανωμαλία του τραχήλου, μια κυστική δομή που σχηματίζεται κατά την εμβρυϊκή μετανάστευση του θυρεοειδούς αδένα. Ο αρχέγονος θυρεοειδής αδένας δημιουργείται αρχικά στη βάση της γλώσσας και στη συνέχεια μετακινείται κατά μήκος της μέσης γραμμής του τραχήλου έως την τελική του θέση χαμηλά και πρόσθια στον λαιμό. Κατά την μετανάστευσή του, αφήνει πίσω του τον θυρεογλωσσικό πόρο ο οποίος φυσιολογικά ατροφεί. Σε περίπτωση που συμβεί κάποια διαταραχή στην παραπάνω διαδικασία, μπορεί να δημιουργηθεί το συγκεκριμένο κυστικό υπόλειμμα. Εμφανίζεται ως ανώδυνη, ελαστική και στρογγυλή μάζα μέσης διαμέτρου 1-3εκ, στη μέση γραμμή του τραχήλου και σε ύψος κάτω από το υοειδές οστό και πάνω από τον θυρεοειδή αδένα. Το χαρακτηριστικό της είναι ότι ακολουθεί τις καταποτικές κινήσεις του λαιμού και μετακινείται κατά την έξοδο της γλώσσας προς τα έξω. Είναι επιρρεπής σε φλεγμονές που μπορούν να οδηγήσουν στη δημιουργία συριγγίου ή αποστήματος. Η διάγνωση γίνεται με της ίδιες μεθόδους που αναφέρθηκαν στις βραγχιακές κύστες αλλά επιβάλλεται η ταυτόχρονη διερεύνηση της σχέσης της κύστης με τον θυρεοειδή καθώς και της φυσιολογικής λειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα. Η θεραπεία περιλαμβάνει τη χειρουργική εξαίρεση της κύστης μαζί με τον θυρεογλωσσικό πόρο και τμήματος του υοειδούς οστού με στόχο την αποφυγή υποτροπής της.